περιζήτητος

περιζήτητος
-η, -ο, Ν
αυτός για τον οποίο υπάρχει μεγάλη ζήτηση, είτε γιατί είναι πολύ σπάνιος είτε γιατί είναι πολύ σημαντικός ή αγαπητός (α. «περιζήτητο βιβλίο» β. «περιζήτητος τεχνίτης» γ. περιζήτητος σε συντροφιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιζητῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλάτου Βυζαντίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιζήτητος — η, ο 1. αυτός που ζητιέται πολύ: Είναι περιζήτητα μερικά βιβλία. 2. ο πολύ αγαπητός, άξιος, σπάνιος: Είναι περιζήτητη η παρέα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • πολυζήτητος — η, ο / πολυζήτητος, ον, ΝΜ περιζήτητος («πολυζήτητος θέσις», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ζητῶ (πρβλ. περιζήτητος)] …   Dictionary of Greek

  • έξαιτος — ἔξαιτος, ον (Α) περιζήτητος, εξαίρετος, εκλεκτός («ἐξαίτους ἐρέτας», Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • αίτιος — ια, ιο (AM αἴτιος, ία, ιον και σπάνια ιος, ιον) 1. (στα νεοελλ. ως ουσ.) ο αίτιος, αυτός εξαιτίας τού οποίου συμβαίνει κάτι, υπαίτιος, υπεύθυνος 2. το ουδ. ως ουσ. το αίτιο* (μσν. αρχ.) 1. (και ως ουσ.) ένοχος κολάσιμης πράξης, υπόδικος,… …   Dictionary of Greek

  • αμφινεικής — ἀμφινεικής, ές (Α) αυτός που τόν διεκδικούν πολλοί, ο περιζήτητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + νεικής < νεῖκος (πρβλ. εὐνεικής, πυλυνεικής κ.λπ. και το κύριο Πολυνείκης). ΠΑΡ. αρχ. ἀμφινείκητος] …   Dictionary of Greek

  • γκόμενος — ο (θηλ. γκόμενα, η) 1. εραστής 2. γοητευτικός, περιζήτητος στο άλλο φύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. γκόμενος < γκόμενα < ιταλ. gomena «σχοινί που δένεται η άγκυρα», μτφ. «η θηλειά που βάζει ο εραστής στον λαιμό του». Κατ άλλη ετυμολογία γκόμενος πιθ. <… …   Dictionary of Greek

  • γυρευτός — ή, ό [γυρεύω] 1. αυτός που παραχωρείται μετά από αίτηση 2. άξιος να ζητηθεί, περιζήτητος …   Dictionary of Greek

  • διψώ — ( άω) (AM διψῶ, άω Α και διψέω και διψήω) 1. αισθάνομαι δίψα 2. (για έδαφος) έχω ανάγκη αρδεύσεως, είμαι κατάξερος 3. επιθυμώ, ποθώ («διψασμένος για έρωτα», «οἱ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην») νεοελλ. παροιμ. «άμα η αυλή σου διψάει για νερό μην τό… …   Dictionary of Greek

  • ενστατίτης — Ορυκτό πυριτικό άλας του μαγνησίου, που ανήκει στην ομάδα των ορθορομβικών πυροξένων, με χημικό τύπο Mg2Si2O6. Κρυσταλλώνεται στο ορθορομβικό σύστημα συμμετρίας και εμφανίζεται σε πρισματικά ή βελονοειδή σχήματα, κυρίως όμως σε επάλληλα φύλλα ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”